- αλιτοφροσύνη
- ἀλιτοφροσύνη, η (Α)ανόσιο φρόνημα, ασέβεια, μωρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτόφρων < ἀλιτο- (< ἤλιτον, αόριστος β΄ τού ρ. ἀλιταίνω*) + -φρων < φρήν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλιτοφροσύνην — ἀλιτοφροσύνη wicked mind fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)